σωματοφυῶς

σωματοφυῶς
σωματοφυής
corporeal
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωματοφυώς — Α επίρρ. βλ. σωματοφυής …   Dictionary of Greek

  • σωματοφυής — ές, Α αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση. επίρρ... σωματοφυῶς Α σύμφωνα με τη φύση τού σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”